- προέχομαι
- προέχομαι , προέχωhold beforepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προέχω — ΝΜΑ προὔχω Α 1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.) 2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.) 3. (το … Dictionary of Greek
προχάνη — και δωρ. τ. προχάνα, ἡ, Α πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός διαλεκτικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. παράγεται από ένα ρ. προχαίνω με σημ. «προφασίζομαι», το οποίο, όμως, δεν μαρτυρείται πουθενά. Κατ άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, η λ.… … Dictionary of Greek